Κατευθυντήριες οδηγίες για την καρδιαγγειακή νόσο από την παιδική ηλικία

27/10/2014
Τα Καρδιαγγειακά νοσήματα (CVD) ξεκινούν από την παιδική ηλικία και συνδέονται με παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως η αρτηριακή πίεση, η παχυσαρκία, και η έκθεση στον καπνό. Οι στρατηγικές πρόληψης θα πρέπει να ξεκινούν σε νεαρή ηλικία, και οι τακτικές επισκέψεις προληπτικής φροντίδας είναι η ευκαιρία για τους κλινικούς γιατρούς να εντοπίσουν τον κίνδυνο, καθώς και να προωθήσουν στην υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής. Ωστόσο, και μόνο η διάδοση των πρόσφατων παιδιατρικών κατευθυντήριων οδηγιών για την μείωση του κινδύνου, δεν έδειξε βελτίωση της ποιότητας φροντίδας, καθώς οι πολύπλευρες παρεμβάσεις έχουν αποδειχτεί πιο αποτελεσματικές.
¨Η ενσωμάτωση των κατευθυντήριων οδηγιών στην καθημερινή πρακτική υστερεί λόγω των εμποδίων που σχετίζονται με την ενημέρωση και τις στάσεις σχετικά με τις κατευθυντήριες οδηγίες, καθώς και την συμπεριφορά των ιατρών, ασθενών και του συστήματος υγείας¨, γράφουν οι ερευνητές σε μια μελέτη που δημοσιεύτηκε διαδικτυακά στις 25 Αυγούστου στο Pediatrics.
Σε μια μελέτη που σχεδιάστηκε για να αξιολογήσει στρατηγικές για τη βελτίωση της συμμόρφωσης με τις οδηγίες και της υστέρησης στην υιοθέτησή τους, οι ερευνητές με επικεφαλής τον Kenneth LaBresh, MD, καρδιολόγο, ειδικό στην βελτίωση ποιότητας, και επιστημονικό σύμβουλο, RTI International, Waltham, Massachusetts, επιβεβαίωσαν τις προηγούμενες ενδείξεις που υποστηρίζουν, ότι η βελτίωση της πρακτικής μπορεί να συντομεύσει, τη μέχρι και 5ετή καθυστέρηση της αποδοχής των νέων συστάσεων για τη μείωση του κινδύνου.
¨Από δεδομένα παρατήρησης, αναμέναμε ότι η ενεργή παρέμβαση θα οδηγούσε σε ταχεία αποδοχή των κατευθυντήριων οδηγιών γρηγορότερα,¨ είπε ο Dr. LaBresh στο Medscape Medical News. ¨Αυτή η μελέτη μας επέτρεψε να μετρήσουμε τον αντίκτυπο της διάδοσης και μόνο, που δείχνει ότι η υψηλότερη απόδοση που παρατηρήθηκε στην ομάδα παρέμβασης είχε σχέση με τα εργαλεία και τη συλλογική εκμάθηση και την διάδοση στην οποία συμμετείχαν τα εν λόγω ιατρεία.
Η μελέτη τυχαιοποίησε 32 ισοζυγισμένα ιατρεία, τόσο για παιδιά όσο και γενικής ιατρικής, σε μια πολύπλευρη παρέμβαση ή απλή διάδοση των κατευθυντήριων οδηγιών από το National Heart, Lung, Blood Institute για την καρδιαγγειακή υγεία και μείωση του κινδύνου σε παιδιά και εφήβους. Οι ερευνητές συνέκριναν τις πρακτικές σε όλες τις κατευθυντήριες οδηγίες, που βασίζονται σε ατομικές και σύνθετες μετρήσεις για το δείκτη μάζας σώματος (BMI), η αρτηριακή πίεση (BP), και έκθεσης στον καπνό. Εστιάζοντας σε παιδιά ηλικίας 3 έως 11 ετών, οι ερευνητές συνέκριναν τις προ – παρεμβατικές και μετά-παρεμβατικές μετρήσεις ελέγχοντας το ιστορικό από αυτή την ηλικιακή ομάδα.
Οι 9 σχετικές μετρήσεις ήταν η τεκμηρίωση και ερμηνεία του BMI, η διαχείριση των παχύσαρκων και υπέρβαρων παιδιών, η καταγραφή, ερμηνεία και διαχείριση της BP, η έκθεση στον καπνό, και η χρήση και παροχή συμβουλών.
Οι κλινικοί γιατροί της ομάδας παρέμβασης είχαν πρόσβαση σε μια ηλεκτρονική λίστα μητρώων για να θέτουν ερωτήσεις και να περιγράφουν την αλλαγή στις εξετάσεις και στην παροχή περίθαλψης. Συμμετείχαν επίσης σε μηνιαία σεμινάρια για τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης, την ανταλλαγή πληροφοριών βέλτιστων πρακτικών, και δέχονταν οδηγίες από ειδικούς. Οι κλινικοί γιατροί έλαβαν φιλικά προς την οικογένεια φυλλάδια εργασίας για τη μείωση του κινδύνου της παιδικής CVD για να τα διανείμουν στους γονείς. Ένα ηλεκτρονικό εργαλείο υποστήριξης αποφάσεων για smartphones και tablets ήταν διαθέσιμο για την ερμηνεία της BP και του ΒΜΙ, καθώς ήταν ένας αλγόριθμος που παρέχει συστάσεις βασισμένες στις κατευθυντήριες οδηγίες, προτάσεις, εξειδικευμένες για την BP και τον BMI του κάθε ασθενούς και το κάπνισμα.
Ως πρόσθετο κίνητρο, η πειραματική ομάδα θα μπορούσε να συμμετάσχει σε ένα πρόγραμμα πιστοποίησης από τον ιατρικό σύλλογο.
Αν και οι αρχικές μετρήσεις ήταν παρόμοιες και στις δύο ομάδες, προέκυψαν αρκετές σημαντικές βελτιώσεις στην ομάδα παρέμβασης. Το μέτρο της πρωτογενούς έκβασης, η σύνθεση από τις 9 μετρήσεις απόδοσης, παρουσίασε σημαντικά μεγαλύτερη βελτίωση 13,4% στην ομάδα παρέμβασης στον επανέλεγχο σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (P = .01). Και οι δύο ομάδες έδειξαν βελτίωση του BMI, που σχετιζόταν με τα μέτρα, για μια συχνότητα καταγραφής του BMI πάνω του 95% και μια ελαφρώς καλύτερη συχνότητα ερμηνείας για την πειραματική ομάδα.
Μια σημαντική βελτίωση 29,5% στο σκέλος της ΒΡ παρατηρήθηκε στην ομάδα παρέμβασης σε αντίθεση με την ομάδα ελέγχου (Ρ <0,001). Οι τακτικές παρέμβασης έδειξαν επίσης σημαντική βελτίωση στην ερμηνεία της BP, που φαίνεται να πηγαίνει από λιγότερο από 1% κατά την έναρξη σε 61,3% (P <.001) σε σύγκριση με σχεδόν καμιά αλλαγή για την ομάδα ελέγχου.
Όπως και για τον καπνό, η αξιολόγηση της έκθεσης και χρήσης βελτιώθηκε και στις δύο ομάδες για παιδιά ηλικίας 5 έως 11 χρόνια, αλλά ήταν 30,3% μεγαλύτερη στην ομάδα παρέμβασης (P=0.42). Η συμβουλευτική καπνίσματος βελτιώθηκε ελάχιστα στην κατηγορία 5 έως 11 ετών, χωρίς διαφοροποίηση μεταξύ των ομάδων και καμία διαφορά στη σύνθετη μέτρηση.
¨Αυτή η μελέτη έδειξε, ότι μια πολυπαραγοντική παρέμβαση διευκολύνει την επιτυχή υιοθέτηση των κατευθυντήριων οδηγιών, που μπορούν να εφαρμοστούν για την επιτάχυνση της υιοθέτησης των νέων κατευθυντήριων οδηγιών¨, συμπεραίνουν οι συγγραφείς. ¨Οι μεγαλύτερης κλίμακας παρεμβάσεις, απαιτούνται για την αξιολόγηση της γενίκευσης των εργαλείων και στρατηγικών που χρησιμοποιούνται σε αυτή τη μελέτη¨.

ΠΗΓΗ
Adoption of Cardiovascular Risk Reduction Guidelines: A Cluster-Randomized Trial. LaBresh, et al. Pediatrics peds.2014-0876